διαμοιρασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμοιρασμένος η διαμοιρασμένη το διαμοιρασμένο
      γενική του διαμοιρασμένου της διαμοιρασμένης του διαμοιρασμένου
    αιτιατική τον διαμοιρασμένο τη διαμοιρασμένη το διαμοιρασμένο
     κλητική διαμοιρασμένε διαμοιρασμένη διαμοιρασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμοιρασμένοι οι διαμοιρασμένες τα διαμοιρασμένα
      γενική των διαμοιρασμένων των διαμοιρασμένων των διαμοιρασμένων
    αιτιατική τους διαμοιρασμένους τις διαμοιρασμένες τα διαμοιρασμένα
     κλητική διαμοιρασμένοι διαμοιρασμένες διαμοιρασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαμοιρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμοιράζω

Μετοχή

διαμοιρασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.