διαμετακόμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαμετακόμιση | οι | διαμετακομίσεις |
| γενική | της | διαμετακόμισης* | των | διαμετακομίσεων |
| αιτιατική | τη | διαμετακόμιση | τις | διαμετακομίσεις |
| κλητική | διαμετακόμιση | διαμετακομίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαμετακομίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμετακόμιση < διαμετακομίζω + -ση < δια- + μετακομίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transit)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.me.taˈko.mi.si/ & /ðʝa.me.taˈko.mi.si/
Ουσιαστικό
διαμετακόμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμετακομίζω, η μεταφορά ενός εμπορεύματος ή αγαθού από μια χώρα σε μια άλλη μέσω τρίτης
Συνώνυμα
- το τράνζιτ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.