διαλογισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλογισμένος η διαλογισμένη το διαλογισμένο
      γενική του διαλογισμένου της διαλογισμένης του διαλογισμένου
    αιτιατική τον διαλογισμένο τη διαλογισμένη το διαλογισμένο
     κλητική διαλογισμένε διαλογισμένη διαλογισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλογισμένοι οι διαλογισμένες τα διαλογισμένα
      γενική των διαλογισμένων των διαλογισμένων των διαλογισμένων
    αιτιατική τους διαλογισμένους τις διαλογισμένες τα διαλογισμένα
     κλητική διαλογισμένοι διαλογισμένες διαλογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαλογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλογίζομαι

Μετοχή

διαλογισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.