διακλαδισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακλαδισμένος η διακλαδισμένη το διακλαδισμένο
      γενική του διακλαδισμένου της διακλαδισμένης του διακλαδισμένου
    αιτιατική τον διακλαδισμένο τη διακλαδισμένη το διακλαδισμένο
     κλητική διακλαδισμένε διακλαδισμένη διακλαδισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακλαδισμένοι οι διακλαδισμένες τα διακλαδισμένα
      γενική των διακλαδισμένων των διακλαδισμένων των διακλαδισμένων
    αιτιατική τους διακλαδισμένους τις διακλαδισμένες τα διακλαδισμένα
     κλητική διακλαδισμένοι διακλαδισμένες διακλαδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διακλαδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακλαδίζομαι

Μετοχή

διακλαδισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.