διακεκαυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακεκαυμένος | η | διακεκαυμένη | το | διακεκαυμένο |
| γενική | του | διακεκαυμένου | της | διακεκαυμένης | του | διακεκαυμένου |
| αιτιατική | τον | διακεκαυμένο | τη | διακεκαυμένη | το | διακεκαυμένο |
| κλητική | διακεκαυμένε | διακεκαυμένη | διακεκαυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακεκαυμένοι | οι | διακεκαυμένες | τα | διακεκαυμένα |
| γενική | των | διακεκαυμένων | των | διακεκαυμένων | των | διακεκαυμένων |
| αιτιατική | τους | διακεκαυμένους | τις | διακεκαυμένες | τα | διακεκαυμένα |
| κλητική | διακεκαυμένοι | διακεκαυμένες | διακεκαυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διακαίω
Εκφράσεις
- διακεκαυμένη ζώνη: περιοχή από τον ισημερινό έως τους αντίστοιχους τροπικούς του Αιγόκερου και του Καρκίνου
Μεταφράσεις
διακεκαυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.