διακεκαυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακεκαυμένος η διακεκαυμένη το διακεκαυμένο
      γενική του διακεκαυμένου της διακεκαυμένης του διακεκαυμένου
    αιτιατική τον διακεκαυμένο τη διακεκαυμένη το διακεκαυμένο
     κλητική διακεκαυμένε διακεκαυμένη διακεκαυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακεκαυμένοι οι διακεκαυμένες τα διακεκαυμένα
      γενική των διακεκαυμένων των διακεκαυμένων των διακεκαυμένων
    αιτιατική τους διακεκαυμένους τις διακεκαυμένες τα διακεκαυμένα
     κλητική διακεκαυμένοι διακεκαυμένες διακεκαυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διακαίω

Μετοχή

διακεκαυμένος, -η, -ο

  • το μέρος όπου επικρατεί υπερβολική, διάπυρη ζέστη

Εκφράσεις

  • διακεκαυμένη ζώνη: περιοχή από τον ισημερινό έως τους αντίστοιχους τροπικούς του Αιγόκερου και του Καρκίνου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.