διαζευκτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαζευκτήριο | τα | διαζευκτήρια |
| γενική | του | διαζευκτηρίου & διαζευκτήριου |
των | διαζευκτηρίων |
| αιτιατική | το | διαζευκτήριο | τα | διαζευκτήρια |
| κλητική | διαζευκτήριο | διαζευκτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαζευκτήριο < (ελληνιστική κοινή) διαζευγνύω + -τήριο
Μεταφράσεις
διαζευκτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.