διαζευγνύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαζευγνύω < αρχαία ελληνική διαζευγνύω / διαζεύγνυμι < διά + ζευγνύω / ζεύγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yewg- (ενώνω)

Ρήμα

διαζευγνύω

  1. (αρχαιοπρεπές) χωρίζω, διαχωρίζω, διαλύω
  2. (αρχαιοπρεπές) (ειδικότερα) δίνω διαζύγιο, χωρίζω αντρόγυνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.