διαδριατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαδριατικός | η | διαδριατική | το | διαδριατικό |
| γενική | του | διαδριατικού | της | διαδριατικής | του | διαδριατικού |
| αιτιατική | τον | διαδριατικό | τη | διαδριατική | το | διαδριατικό |
| κλητική | διαδριατικέ | διαδριατική | διαδριατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαδριατικοί | οι | διαδριατικές | τα | διαδριατικά |
| γενική | των | διαδριατικών | των | διαδριατικών | των | διαδριατικών |
| αιτιατική | τους | διαδριατικούς | τις | διαδριατικές | τα | διαδριατικά |
| κλητική | διαδριατικοί | διαδριατικές | διαδριατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαδριατικός < δια- + αδριατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Trans Adriatic)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Αδριατική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.