αδριατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδριατικός | η | αδριατική | το | αδριατικό |
| γενική | του | αδριατικού | της | αδριατικής | του | αδριατικού |
| αιτιατική | τον | αδριατικό | την | αδριατική | το | αδριατικό |
| κλητική | αδριατικέ | αδριατική | αδριατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδριατικοί | οι | αδριατικές | τα | αδριατικά |
| γενική | των | αδριατικών | των | αδριατικών | των | αδριατικών |
| αιτιατική | τους | αδριατικούς | τις | αδριατικές | τα | αδριατικά |
| κλητική | αδριατικοί | αδριατικές | αδριατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδριατικός < (ελληνιστική κοινή) Ἀδριατικός
- Αδριατικός
Συγγενικά
- διαδριατικός
- → δείτε τη λέξη Αδριατική
Μεταφράσεις
αδριατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.