διαγαλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαγαλακτικός | η | διαγαλακτική | το | διαγαλακτικό |
| γενική | του | διαγαλακτικού | της | διαγαλακτικής | του | διαγαλακτικού |
| αιτιατική | τον | διαγαλακτικό | τη | διαγαλακτική | το | διαγαλακτικό |
| κλητική | διαγαλακτικέ | διαγαλακτική | διαγαλακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαγαλακτικοί | οι | διαγαλακτικές | τα | διαγαλακτικά |
| γενική | των | διαγαλακτικών | των | διαγαλακτικών | των | διαγαλακτικών |
| αιτιατική | τους | διαγαλακτικούς | τις | διαγαλακτικές | τα | διαγαλακτικά |
| κλητική | διαγαλακτικοί | διαγαλακτικές | διαγαλακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
- συνήθως για κενό χώρο μεταξύ γαλαξιών που διογκώνεται λόγο της σκοτεινής ενέργειας
- χώρος μεταξύ γαλαξιών
αγγλικά: intergalactic
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.