γαλαξιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλαξιακός | η | γαλαξιακή | το | γαλαξιακό |
| γενική | του | γαλαξιακού | της | γαλαξιακής | του | γαλαξιακού |
| αιτιατική | τον | γαλαξιακό | τη | γαλαξιακή | το | γαλαξιακό |
| κλητική | γαλαξιακέ | γαλαξιακή | γαλαξιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλαξιακοί | οι | γαλαξιακές | τα | γαλαξιακά |
| γενική | των | γαλαξιακών | των | γαλαξιακών | των | γαλαξιακών |
| αιτιατική | τους | γαλαξιακούς | τις | γαλαξιακές | τα | γαλαξιακά |
| κλητική | γαλαξιακοί | γαλαξιακές | γαλαξιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλαξιακός < γαλαξί(ας) + -ακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.la.ksi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐ξι‐α‐κός
Επίθετο
γαλαξιακός
- που έχει σχέση με γαλαξίες ή που προέρχεται από αυτούς
- ↪ οι επιστήμονες μελετάνε τα απομεινάρια αυτής της γαλαξιακής σύγκρουσης
Μεταφράσεις
γαλαξιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.