διαβρωσιγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαβρωσιγενής | η | διαβρωσιγενής | το | διαβρωσιγενές |
| γενική | του | διαβρωσιγενούς* | της | διαβρωσιγενούς | του | διαβρωσιγενούς |
| αιτιατική | τον | διαβρωσιγενή | τη | διαβρωσιγενή | το | διαβρωσιγενές |
| κλητική | διαβρωσιγενή(ς) | διαβρωσιγενής | διαβρωσιγενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαβρωσιγενείς | οι | διαβρωσιγενείς | τα | διαβρωσιγενή |
| γενική | των | διαβρωσιγενών | των | διαβρωσιγενών | των | διαβρωσιγενών |
| αιτιατική | τους | διαβρωσιγενείς | τις | διαβρωσιγενείς | τα | διαβρωσιγενή |
| κλητική | διαβρωσιγενείς | διαβρωσιγενείς | διαβρωσιγενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
διαβρωσιγενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.