διαβολάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαβολάκος οι διαβολάκοι
      γενική του διαβολάκου των διαβολάκων
    αιτιατική τον διαβολάκο τους διαβολάκους
     κλητική διαβολάκο διαβολάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαβολάκος < διάβολ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

Ουσιαστικό

διαβολάκος αρσενικό

  1. μικρός δαίμονας, κάτι που μας ταλαιπωρεί
  2. ένα άτακτο παιδί

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διάβολος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.