διαβολάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαβολάκι τα διαβολάκια
      γενική
    αιτιατική το διαβολάκι τα διαβολάκια
     κλητική διαβολάκι διαβολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαβολάκι < υποκοριστικό του διάβολος

Ουσιαστικό

διαβολάκι ουδέτερο

  1. μικρός διάβολος
  2. ένα άτακτο παιδί
  3. είδος μικρού μηχανικού εκσκαφέα/φορτωτή
«Διαβολάκι», φορτωτής πλάγιας ολίσθησης TCM Bobcat.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.