εκ μέρους

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκ μέρους < εκ + μέρος

Έκφραση

εκ μέρους

  1. εκφράζει την πηγή πληροφορίας ή μηνύματος, μιας ενέργειας κλπ.
    υπήρξαν επιφυλάξεις εκ μέρους των εργαζομένων για την πρόταση
  2. για μια πράξη που κάνει κάποιος αντιπροσωπεύοντας άλλον
    ο τάδε υπέγραψε το συμβόλαιο εκ μέρους του συλλόγου
    εκ μέρους του δήμου, θέλω να εκφράσω...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.