εκ μέρους
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
εκ μέρους
- εκφράζει την πηγή πληροφορίας ή μηνύματος, μιας ενέργειας κλπ.
- υπήρξαν επιφυλάξεις εκ μέρους των εργαζομένων για την πρόταση
- για μια πράξη που κάνει κάποιος αντιπροσωπεύοντας άλλον
- ο τάδε υπέγραψε το συμβόλαιο εκ μέρους του συλλόγου
- εκ μέρους του δήμου, θέλω να εκφράσω...
Μεταφράσεις
εκ μέρους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.