διαβιβαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβιβαστικός η διαβιβαστική το διαβιβαστικό
      γενική του διαβιβαστικού της διαβιβαστικής του διαβιβαστικού
    αιτιατική τον διαβιβαστικό τη διαβιβαστική το διαβιβαστικό
     κλητική διαβιβαστικέ διαβιβαστική διαβιβαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβιβαστικοί οι διαβιβαστικές τα διαβιβαστικά
      γενική των διαβιβαστικών των διαβιβαστικών των διαβιβαστικών
    αιτιατική τους διαβιβαστικούς τις διαβιβαστικές τα διαβιβαστικά
     κλητική διαβιβαστικοί διαβιβαστικές διαβιβαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαβιβαστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

διαβιβαστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.