διαβιβάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαβιβάστρια | οι | διαβιβάστριες |
| γενική | της | διαβιβάστριας | των | διαβιβαστριών |
| αιτιατική | τη | διαβιβάστρια | τις | διαβιβάστριες |
| κλητική | διαβιβάστρια | διαβιβάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαβιβάστρια < διαβιβαστής + -τρια
Μεταφράσεις
διαβιβάστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.