διαβαλκανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβαλκανικός η διαβαλκανική το διαβαλκανικό
      γενική του διαβαλκανικού της διαβαλκανικής του διαβαλκανικού
    αιτιατική τον διαβαλκανικό τη διαβαλκανική το διαβαλκανικό
     κλητική διαβαλκανικέ διαβαλκανική διαβαλκανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβαλκανικοί οι διαβαλκανικές τα διαβαλκανικά
      γενική των διαβαλκανικών των διαβαλκανικών των διαβαλκανικών
    αιτιατική τους διαβαλκανικούς τις διαβαλκανικές τα διαβαλκανικά
     κλητική διαβαλκανικοί διαβαλκανικές διαβαλκανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαβαλκανικός < δια- + βαλκανικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.a.val.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαβαλκανικός

Επίθετο

διαβαλκανικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.