διέλκυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διέλκυση οι διελκύσεις
      γενική της διέλκυσης* των διελκύσεων
    αιτιατική τη διέλκυση τις διελκύσεις
     κλητική διέλκυση διελκύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διελκύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διέλκυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέλκω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

διέλκυση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.