διάψευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάψευση οι διαψεύσεις
      γενική της διάψευσης* των διαψεύσεων
    αιτιατική τη διάψευση τις διαψεύσεις
     κλητική διάψευση διαψεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαψεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάψευση < (ελληνιστική κοινή) διάψευσις < αρχαία ελληνική διαψεύδω

Ουσιαστικό

διάψευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.