denial
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| denial | denials |
Ετυμολογία
- denial < den(y) + -ial
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɪˈnaɪ.əl/
- ⓘ
Ουσιαστικό
denial (en)
- η άρνηση, μια δήλωση ότι κάτι δεν είναι αλήθεια ή δεν υπάρχει· η ενέργεια του να αρνούμαι κάτι
- ↪ He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
- Σε κάθε πρότασή μου απαντούσε με μια πεισματική/κατηγορηματική άρνηση.
- ↪ He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
- (μη μετρήσιμο) η άρνηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να αποδεχτώ ότι κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό είναι αληθινό
- ↪ His answer suggests denial.
- Η απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
- ↪ His answer suggests denial.
Πολυλεκτικοί όροι
- denial of service (DoS)
- in denial
- self-denial
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.