διάσειση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσειση οι διασείσεις
      γενική της διάσεισης* των διασείσεων
    αιτιατική τη διάσειση τις διασείσεις
     κλητική διάσειση διασείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάσειση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή + -ση < αρχαία ελληνική διασείω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.si/ & /ˈðʝa.si.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάσειση

Ουσιαστικό

διάσειση θηλυκό

  • (ιατρική) η πρόσκαιρη διαταραχή της λειτουργίας του εγκεφάλου εξαιτίας χτυπήματος
    (ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.si/) ελαφρά διάσειση, βαριά διάσειση, εγκεφαλική διάσειση
    (ΔΦΑ : /ˈðʝa.si.si/ & /ˈði̯a.si.si/) Κοπάνησε το κεφάλι του, κι έπαθε διάσειση.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.