διάλεξις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διάλεξις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διάλεξις (επιχειρηματολογία)

Ουσιαστικό

διάλεξις θηλυκό & διάλεξη

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάλεξῐς αἱ διαλέξεις
      γενική τῆς διαλέξεως τῶν διαλέξεων
      δοτική τῇ διαλέξει ταῖς διαλέξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάλεξῐν τὰς διαλέξεις
     κλητική ! διάλεξῐ διαλέξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλέξει
γεν-δοτ τοῖν  διαλεξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάλεξις < διαλέγ(ω) + -σις > -ξις

Ουσιαστικό

διάλεξις, -εως θηλυκό

  1. επιχειρηματολογία
  2. (ελληνιστική σημασία) χωρίο σε βιβλίο
  3. (ελληνιστική σημασία) δημόσια ομιλία, η διάλεξη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.