διάλεξις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- διάλεξις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διάλεξις (επιχειρηματολογία)
Πηγές
- διάλεξις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάλεξῐς | αἱ | διαλέξεις |
| γενική | τῆς | διαλέξεως | τῶν | διαλέξεων |
| δοτική | τῇ | διαλέξει | ταῖς | διαλέξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάλεξῐν | τὰς | διαλέξεις |
| κλητική ὦ! | διάλεξῐ | διαλέξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλέξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαλεξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διάλεξις, -εως θηλυκό
- επιχειρηματολογία
- (ελληνιστική σημασία) χωρίο σε βιβλίο
- (ελληνιστική σημασία) δημόσια ομιλία, η διάλεξη
Πηγές
- διάλεξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.