διάβα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διάβα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διάβα ουδέτερο άκλιτο

  • η ενέργεια του διαβαίνω
    στο διάβα του από την αγορά συνάντησε έναν παλιό φίλο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.