διά ταύτα
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
διά ταύτα
- (λόγιο) για αυτά που προαναφέρθηκαν, για όσα διαπιστώθηκαν πριν· σαν εισαγωγή (έπειτα από παράθεση αιτιών, διαπιστώσεων κ.λπ.) για εντολές, αποφάσεις
- το διά ταύτα: το (τελικό) συμπέρασμα
Μεταφράσεις
διά ταύτα
|
|
Πηγές
- ταύτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.