δημοσκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δημοσκόπος | οι | δημοσκόποι |
| γενική | του/της | δημοσκόπου | των | δημοσκόπων |
| αιτιατική | τον/τη | δημοσκόπο | τους/τις | δημοσκόπους |
| κλητική | δημοσκόπε | δημοσκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημοσκόπος < δημοσκόπ(ηση) + -ος. [1] Μορφολογικά, αναλύεται σε δημο- + -σκόπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.moˈsko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐σκό‐πος
Συγγενικά
- δημοσκόπηση
- δημοσκοπικός
- δημοσκοπώ
Αναφορές
- s.v. «δημοσκόπηση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.