δημοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημοσκοπώ < δημοσκόπηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημοσκοπώ | δημοσκοπούσα | θα δημοσκοπώ | να δημοσκοπώ | δημοσκοπώντας | |
| β' ενικ. | δημοσκοπείς | δημοσκοπούσες | θα δημοσκοπείς | να δημοσκοπείς | (δημοσκόπει) | |
| γ' ενικ. | δημοσκοπεί | δημοσκοπούσε | θα δημοσκοπεί | να δημοσκοπεί | ||
| α' πληθ. | δημοσκοπούμε | δημοσκοπούσαμε | θα δημοσκοπούμε | να δημοσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | δημοσκοπείτε | δημοσκοπούσατε | θα δημοσκοπείτε | να δημοσκοπείτε | δημοσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | δημοσκοπούν(ε) | δημοσκοπούσαν(ε) | θα δημοσκοπούν(ε) | να δημοσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημοσκόπησα | θα δημοσκοπήσω | να δημοσκοπήσω | δημοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | δημοσκόπησες | θα δημοσκοπήσεις | να δημοσκοπήσεις | δημοσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | δημοσκόπησε | θα δημοσκοπήσει | να δημοσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | δημοσκοπήσαμε | θα δημοσκοπήσουμε | να δημοσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | δημοσκοπήσατε | θα δημοσκοπήσετε | να δημοσκοπήσετε | δημοσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | δημοσκόπησαν δημοσκοπήσαν(ε) |
θα δημοσκοπήσουν(ε) | να δημοσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δημοσκοπήσει | είχα δημοσκοπήσει | θα έχω δημοσκοπήσει | να έχω δημοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δημοσκοπήσει | είχες δημοσκοπήσει | θα έχεις δημοσκοπήσει | να έχεις δημοσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δημοσκοπήσει | είχε δημοσκοπήσει | θα έχει δημοσκοπήσει | να έχει δημοσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημοσκοπήσει | είχαμε δημοσκοπήσει | θα έχουμε δημοσκοπήσει | να έχουμε δημοσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δημοσκοπήσει | είχατε δημοσκοπήσει | θα έχετε δημοσκοπήσει | να έχετε δημοσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημοσκοπήσει | είχαν δημοσκοπήσει | θα έχουν δημοσκοπήσει | να έχουν δημοσκοπήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.