δημοσιοσχεσίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δημοσιοσχεσίτης | οι | δημοσιοσχεσίτες |
| γενική | του | δημοσιοσχεσίτη | των | δημοσιοσχεσιτών |
| αιτιατική | τον | δημοσιοσχεσίτη | τους | δημοσιοσχεσίτες |
| κλητική | δημοσιοσχεσίτη | δημοσιοσχεσίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δημοσιοσχεσίτης αρσενικό
- (νεολογισμός) ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μιας εταιρείας
- (νεολογισμός) (ειρωνικό) (μειωτικό) άτομο που φροντίζεινα τα έχει καλά με όλους, χρησιμοποιώντας συχνά αναξιοπρεπή μέσα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δημοσιοσχεσίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.