δημοσιοσχεσίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοσιοσχεσίστας οι δημοσιοσχεσίστες
      γενική του δημοσιοσχεσίστα των δημοσιοσχεσιστών
    αιτιατική τον δημοσιοσχεσίστα τους δημοσιοσχεσίστες
     κλητική δημοσιοσχεσίστα δημοσιοσχεσίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημοσιοσχεσίστας (νεολογισμός) < δημόσι(ος) + -ο- + σχέσ(η) + -ίστας

Ουσιαστικό

δημοσιοσχεσίστας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.