δημοπρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοπρατικός η δημοπρατική το δημοπρατικό
      γενική του δημοπρατικού της δημοπρατικής του δημοπρατικού
    αιτιατική τον δημοπρατικό τη δημοπρατική το δημοπρατικό
     κλητική δημοπρατικέ δημοπρατική δημοπρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοπρατικοί οι δημοπρατικές τα δημοπρατικά
      γενική των δημοπρατικών των δημοπρατικών των δημοπρατικών
    αιτιατική τους δημοπρατικούς τις δημοπρατικές τα δημοπρατικά
     κλητική δημοπρατικοί δημοπρατικές δημοπρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δημοπρατικός < δημοπράτης + -ικός < (ελληνιστική κοινή) δημοπράτης < δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) < πιπράσκω / πέρνημι

Επίθετο

δημοπρατικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.