πράτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πρᾱτα-
ονομαστική πράτης οἱ πρᾶται
      γενική τοῦ πράτου τῶν πρατῶν
      δοτική τῷ πράτ τοῖς πράταις
    αιτιατική τὸν πράτην τοὺς πράτᾱς
     κλητική ! πρᾶτ πρᾶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πράτ
γεν-δοτ τοῖν  πράταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πράτης < πιπράσκω / πέρνημι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πράτης αρσενικό [ᾱ]

  • (επάγγελμα) άλλη μορφή του πρατήρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.