δημογεροντία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημογεροντία οι δημογεροντίες
      γενική της δημογεροντίας των δημογεροντιών
    αιτιατική τη δημογεροντία τις δημογεροντίες
     κλητική δημογεροντία δημογεροντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημογεροντία < δημογέροντας + -ία < αρχαία ελληνική δημογέρων

Ουσιαστικό

δημογεροντία θηλυκό

  1. οι δημογέροντες ως σύνολο και ως σώμα άσκηση τοπικής εξουσίας
  2. το αξίωμα ενός δημογέροντα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.