δεχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεχόμενος | η | δεχόμενη | το | δεχόμενο |
| γενική | του | δεχόμενου | της | δεχόμενης | του | δεχόμενου |
| αιτιατική | τον | δεχόμενο | τη | δεχόμενη | το | δεχόμενο |
| κλητική | δεχόμενε | δεχόμενη | δεχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεχόμενοι | οι | δεχόμενες | τα | δεχόμενα |
| γενική | των | δεχόμενων | των | δεχόμενων | των | δεχόμενων |
| αιτιατική | τους | δεχόμενους | τις | δεχόμενες | τα | δεχόμενα |
| κλητική | δεχόμενοι | δεχόμενες | δεχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
δεχόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.