δεσποινάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσποινάριο τα δεσποινάρια
      γενική του δεσποινάριου
& δεσποιναρίου
των δεσποινάριων
& δεσποιναρίων
    αιτιατική το δεσποινάριο τα δεσποινάρια
     κλητική δεσποινάριο δεσποινάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεσποινάριο < δεσποινίς + υποκοριστικό επίθημα -άριο < μεσαιωνική ελληνική δεσποινίς < αρχαία ελληνική δέσποινα < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)

Ουσιαστικό

δεσποινάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.