δεοντολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεοντολογία οι δεοντολογίες
      γενική της δεοντολογίας των δεοντολογιών
    αιτιατική τη δεοντολογία τις δεοντολογίες
     κλητική δεοντολογία δεοντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεοντολογία < δέον (γενική: δέοντος) + -λογία

Ουσιαστικό

δεοντολογία θηλυκό

  1. ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με το τι είναι καλό και τι είναι κακό καθώς και με τα ηθικά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις
  2. το σύνολο των ηθικών αρχών ή αξιών συμπεριφοράς που διέπουν ένα άτομο ή μια ομάδα
  3. πώς θα έπρεπε να έχουν τα πράγματα, πώς θα τα θέλαμε

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • αντιδεοντολογικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.