δεοντολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεοντολογικός η δεοντολογική το δεοντολογικό
      γενική του δεοντολογικού της δεοντολογικής του δεοντολογικού
    αιτιατική τον δεοντολογικό τη δεοντολογική το δεοντολογικό
     κλητική δεοντολογικέ δεοντολογική δεοντολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεοντολογικοί οι δεοντολογικές τα δεοντολογικά
      γενική των δεοντολογικών των δεοντολογικών των δεοντολογικών
    αιτιατική τους δεοντολογικούς τις δεοντολογικές τα δεοντολογικά
     κλητική δεοντολογικοί δεοντολογικές δεοντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεοντολογικός < δεοντολογία

Επίθετο

δεοντολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.