δενδρύλλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δενδρύλλιο τα δενδρύλλια
      γενική του δενδρυλλίου
& δενδρύλλιου
των δενδρυλλίων
    αιτιατική το δενδρύλλιο τα δενδρύλλια
     κλητική δενδρύλλιο δενδρύλλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δενδρύλλιο < λόγια λέξη, υποκοριστικό του δένδρον + -ύλλιο

Ουσιαστικό

δενδρύλλιο ουδέτερο (και δεντρύλλιο)

  1. δέντρο μικρής ηλικίας, πρόσφορο για μεταφύτευση
  2. δέντρο με λεπτό κορμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.