-ύλλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ύλλιο | τα | -ύλλια |
| γενική | του | -ύλλιου | των | -ύλλιων |
| αιτιατική | το | -ύλλιο | τα | -ύλλια |
| κλητική | -ύλλιο | -ύλλια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ύλλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ύλλιον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ύλ‐λι‐ο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ύλλιο στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ύλλιο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ύλλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.