δενδροκόμος
Νέα ελληνικά (el)

Δενδροκόμος σε ώρα δουλειάς
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δενδροκόμος | οι | δενδροκόμοι |
| γενική | του/της | δενδροκόμου | των | δενδροκόμων |
| αιτιατική | τον/τη | δενδροκόμο | τους/τις | δενδροκόμους |
| κλητική | δενδροκόμε | δενδροκόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δενδροκόμος < δενδροκομ(ία) + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική arboriculteur. Δείτε και ελληνιστική κοινή δενδροκόμος (που φροντίζει τα δέντρα)[1]
Συγγενικά
Αναφορές
- δενδροκόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.