δενδροκομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δενδροκομία | οι | δενδροκομίες |
| γενική | της | δενδροκομίας | των | δενδροκομιών |
| αιτιατική | τη | δενδροκομία | τις | δενδροκομίες |
| κλητική | δενδροκομία | δενδροκομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δενδροκομία < δενδροκόμ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
δενδροκομία θηλυκό
- η επιστήμη που ασχολείται με την καλλιέργεια και περιποίηση των δέντρων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δενδροκόμος
Μεταφράσεις
δενδροκομία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.