αποδελτίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδελτίωση | οι | αποδελτιώσεις |
| γενική | της | αποδελτίωσης* | των | αποδελτιώσεων |
| αιτιατική | την | αποδελτίωση | τις | αποδελτιώσεις |
| κλητική | αποδελτίωση | αποδελτιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδελτιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδελτίωση < (καθαρεύουσα) ἀποδελτίωσις < αποδελτιώνω + -σις > -ση
Ουσιαστικό
αποδελτίωση θηλυκό
- η ενέργεια του αποδελτιώνω, η καταγραφή (σε δελτία) πληροφοριών και πηγών που συλλέγει κάποιος ο οποίος κάνει μια ερευνητική εργασία
- (γενικότερα) η συλλογή πληροφοριών από μια ή περισσότερες πηγές και η συστηματική ταξινόμησή τους
Μεταφράσεις
αποδελτίωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.