δαχτυλογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δαχτυλογράφος οι δαχτυλογράφοι
      γενική του/της δαχτυλογράφου των δαχτυλογράφων
    αιτιατική τον/τη δαχτυλογράφο τους/τις δαχτυλογράφους
     κλητική δαχτυλογράφε δαχτυλογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαχτυλογράφος < δάχτυλ(ος) + -ο- + -γράφος, (άμεσο δάνειο) γαλλική dactylographe

Ουσιαστικό

δαχτυλογράφος αρσενικό ή θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.