δάχτυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάχτυλος οι δάχτυλοι
      γενική του δαχτύλου
& δάχτυλου
των δαχτύλων
    αιτιατική τον δάχτυλο τους δαχτύλους
     κλητική δάχτυλε δάχτυλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δάχτυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δάκτυλος

Ουσιαστικό

δάχτυλος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.