δαχτυλήθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δαχτυλήθρα | οι | δαχτυλήθρες |
| γενική | της | δαχτυλήθρας | των | δαχτυληθρών |
| αιτιατική | τη | δαχτυλήθρα | τις | δαχτυλήθρες |
| κλητική | δαχτυλήθρα | δαχτυλήθρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δαχτυλήθρα και δακτυλήθρα θηλυκό
- μικρό μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα, σε σχήμα κύπελλου, που φοριέται στην άκρη του δαχτύλου για να μπορεί αυτός που το χρησιμοποιεί να σπρώχνει βελόνα για ράψιμο, συνήθως με μικρές εσοχές στην επιφάνεια ώστε να μη γλιστράει η βελόνα
- (μεταφορικά) (για υγρά) πολύ μικρή ποσότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
