δακτυλήθρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δακτῠληθρα-
ονομαστική δακτυλήθρ αἱ δακτυλῆθραι
      γενική τῆς δακτυλήθρᾱς τῶν δακτυληθρῶν
      δοτική τῇ δακτυλήθρ ταῖς δακτυλήθραις
    αιτιατική τὴν δακτυλήθρᾱν τὰς δακτυλήθρᾱς
     κλητική ! δακτυλήθρ δακτυλῆθραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δακτυλήθρ
γεν-δοτ τοῖν  δακτυλήθραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δακτυλήθρα < δάκτυλ(ος) + -ήθρα

Ουσιαστικό

δακτυλήθρα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.