δασκαλεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασκαλεμένος η δασκαλεμένη το δασκαλεμένο
      γενική του δασκαλεμένου της δασκαλεμένης του δασκαλεμένου
    αιτιατική τον δασκαλεμένο τη δασκαλεμένη το δασκαλεμένο
     κλητική δασκαλεμένε δασκαλεμένη δασκαλεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασκαλεμένοι οι δασκαλεμένες τα δασκαλεμένα
      γενική των δασκαλεμένων των δασκαλεμένων των δασκαλεμένων
    αιτιατική τους δασκαλεμένους τις δασκαλεμένες τα δασκαλεμένα
     κλητική δασκαλεμένοι δασκαλεμένες δασκαλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δασκαλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δασκαλεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ða.ska.leˈme.nos/

Μετοχή

δασκαλεμένος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.