῾
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||
Σύμβολο
- (διακριτικό σημείο) για τη δασεία, ένα από τα δύο πνεύματα που χρησιμοποιήθηκε από την ελληνιστική εποχή έως το 1982 (κατάργηση του πολυτονικού συστήματος)
- htm γραφή:
α῾εμφανίζει α῾ἁεμφανίζει ἁ
- htm γραφή:
- 1ffe @fileformat.info πρόσβαση:2020.02.07.
- 0314 @fileformat.info πρόσωαση:2020.02.07.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.