δαπάνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δαπάνημα τα δαπανήματα
      γενική του δαπανήματος των δαπανημάτων
    αιτιατική το δαπάνημα τα δαπανήματα
     κλητική δαπάνημα δαπανήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαπάνημα < αρχαία ελληνική δαπάνημα < δαπανάω / δαπανῶ

Ουσιαστικό

δαπάνημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.