δαμάσκηνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δαμάσκηνο | τα | δαμάσκηνα |
| γενική | του | δαμάσκηνου | των | δαμάσκηνων |
| αιτιατική | το | δαμάσκηνο | τα | δαμάσκηνα |
| κλητική | δαμάσκηνο | δαμάσκηνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δαμάσκηνα.
Ετυμολογία
- δαμάσκηνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δαμάσκηνον < ελληνιστική κοινή Δαμασκηνόν, ουδέτερο του Δαμασκηνός < Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτικής προέλευσης דמשק
Ουσιαστικό
δαμάσκηνο ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της δαμασκηνιάς
- (αργκό) η σφαίρα όπλου (στη γλώσσα των κακοποιών)
- τον ξάπλωσε με δυο δαμάσκηνα...
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Δαμασκός
-
δαμάσκηνο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
δαμάσκηνο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.