Δαμασκηνόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Δαμασκηνόν | τὰ | Δαμασκηνᾰ́ | ||||
| γενική | τοῦ | Δαμασκηνοῦ | τῶν | Δαμασκηνῶν | ||||
| δοτική | τῷ | Δαμασκηνῷ | τοῖς | Δαμασκηνοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸ | Δαμασκηνόν | τὰ | Δαμασκηνᾰ́ | ||||
| κλητική ὦ! | Δαμασκηνόν | Δαμασκηνᾰ́ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δαμασκηνώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Δαμασκηνοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Δαμασκηνόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Δαμασκηνός < Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτική דמשק
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: δαμάσκηνον ⇒ νέα ελληνικά: δαμάσκηνο
Ουσιαστικό
Δαμασκηνόν ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, φρούτο) το δαμάσκηνο
- ※ Δαμασκοῦ τῆς πόλεως ἐνδόξου οὔσης καὶ μεγάλης πολλοὶ τῶν ἀρχαίων μέμνηνται. ἐπεὶ δὲ πλεῖστον ἐν τῇ τῶν Δαμασκηνῶν ἐστι χώρᾳ τὸ κοκκύμηλον καλούμενον καὶ κάλλιστα γεωργεῖται, ἰδίως καλεῖται τὸ ἀκρόδρυον Δαμασκηνὸν ὡς διάφορον τῶν κατὰ τὰς ἄλλας χώρας γινομένων. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 2.49d)
Πηγές
- Δαμασκηνόν, Δαμασκηνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.